- αλλεργικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την αλλεργία2. αυτός που έχει χαρακτήρα ασυμβίβαστο προς κάτι, αυτός που αισθάνεται αποστροφή, αηδία για κάτι3. ως ουσ. αυτός που εμφανίζει συμπτώματα αλλεργίας σε κάποια ουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλλεργία + κατάλ. -ικός*, πρβλ. αγγλ. allergic].
Dictionary of Greek. 2013.